Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλοκαμψόδυνος
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δάμαρ
δαμασίμβροτος
δαμάτειρα
δαμνάω
δάμνημι
δαμώματα
View word page
δαμαλήβοτος
δαμαλήβοτος βόσκω browsed by heifers, Anth.

ShortDef

browsed by heifers

Debugging

Headword:
δαμαλήβοτος
Headword (normalized):
δαμαλήβοτος
Headword (normalized/stripped):
δαμαληβοτος
IDX:
7241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7245
Key:
damalh/botos

Data

{'content': 'δαμαλήβοτος\n βόσκω\n browsed by heifers, Anth.', 'key': 'damalh/botos'}