Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δακρύω
δακτυλήθρα
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλοκαμψόδυνος
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δάμαρ
δαμασίμβροτος
δαμάτειρα
View word page
δακτυλότριπτος
δακτυλότριπτος δάκτυλος, τρίβω worn by fingers, Anth.

ShortDef

worn by fingers

Debugging

Headword:
δακτυλότριπτος
Headword (normalized):
δακτυλότριπτος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοτριπτος
IDX:
7238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7242
Key:
daktulo/triptos

Data

{'content': 'δακτυλότριπτος\n δάκτυλος, τρίβω\n worn by fingers, Anth.', 'key': 'daktulo/triptos'}