Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δακρυχέων
δακρυώδης
δακρύω
δακτυλήθρα
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλοκαμψόδυνος
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δάμαρ
View word page
δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλοκαμψόδυνος δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη wearying the fingers by keeping them bent, Anth.

ShortDef

wearying the fingers by keeping them bent

Debugging

Headword:
δακτυλοκαμψόδυνος
Headword (normalized):
δακτυλοκαμψόδυνος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοκαμψοδυνος
IDX:
7236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7240
Key:
daktulokamyo/dunos

Data

{'content': 'δακτυλοκαμψόδυνος\n δάκτυλος, κάμπτω, ὀδύνη\n wearying the fingers by keeping them bent, Anth.', 'key': 'daktulokamyo/dunos'}