Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρυώδης
δακρύω
δακτυλήθρα
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλοκαμψόδυνος
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
View word page
δακτυλόδεικτος
δακτυλόδεικτος δείκνυμι pointed at with the finger, Lat. digito monstratus, Aesch.

ShortDef

pointed at with the finger

Debugging

Headword:
δακτυλόδεικτος
Headword (normalized):
δακτυλόδεικτος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλοδεικτος
IDX:
7235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7239
Key:
daktulo/deiktos

Data

{'content': 'δακτυλόδεικτος\n δείκνυμι\n pointed at with the finger, Lat. digito monstratus, Aesch.', 'key': 'daktulo/deiktos'}