Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρυώδης
δακρύω
δακτυλήθρα
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλοκαμψόδυνος
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
View word page
δακτύλιος
δακτύλιος δάκτυλος a ring, seal-ring, Hdt., Ar.

ShortDef

a ring, seal-ring

Debugging

Headword:
δακτύλιος
Headword (normalized):
δακτύλιος
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιος
IDX:
7233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7237
Key:
daktu/lios

Data

{'content': 'δακτύλιος\n δάκτυλος\n a ring, seal-ring, Hdt., Ar.', 'key': 'daktu/lios'}