Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρυώδης
δακρύω
δακτυλήθρα
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλοκαμψόδυνος
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
View word page
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλυφία from δακτυλιογλύφος the art of cutting gems (for rings), Plat.

ShortDef

the art of cutting gems

Debugging

Headword:
δακτυλιογλυφία
Headword (normalized):
δακτυλιογλυφία
Headword (normalized/stripped):
δακτυλιογλυφια
IDX:
7231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7235
Key:
daktulioglufi/a

Data

{'content': 'δακτυλιογλυφία\n from δακτυλιογλύφος\n the art of cutting gems (for rings), Plat.', 'key': 'daktulioglufi/a'}