Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δάκνω
δάκος
δάκρυμα
δακρυόεις
δάκρυον
δακρυπλώω
δάκρυ
δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρυώδης
δακρύω
δακτυλήθρα
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
View word page
δακρυτός
δακρυτός δακρύω wept over, tearful, Aesch., Anth.
ShortDef
wept over, tearful
Debugging
Headword:
δακρυτός
Headword (normalized):
δακρυτός
Headword (normalized/stripped):
δακρυτος
IDX:
7224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7228
Key:
dakruto/s
Data
{'content': 'δακρυτός\n δακρύω\n wept over, tearful, Aesch., Anth.', 'key': 'dakruto/s'}