Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δακνάζω
δάκνω
δάκος
δάκρυμα
δακρυόεις
δάκρυον
δακρυπλώω
δάκρυ
δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
δακρυτός
δακρυχαρής
δακρυχέων
δακρυώδης
δακρύω
δακτυλήθρα
δακτυλικός
δακτυλιογλυφία
δακτυλιογλύφος
δακτύλιος
View word page
δακρυσίστακτος
δακρυσίστακτος στάζω dropping tears, Aesch.

ShortDef

dropping tears

Debugging

Headword:
δακρυσίστακτος
Headword (normalized):
δακρυσίστακτος
Headword (normalized/stripped):
δακρυσιστακτος
IDX:
7223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7227
Key:
dakrusi/staktos

Data

{'content': 'δακρυσίστακτος\n στάζω\n dropping tears, Aesch.', 'key': 'dakrusi/staktos'}