Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰγινόμος
αἰγίοχος
αἰγιπόδης
αἰγίπους
αἰγίπυρος
αἰγίς
αἰγλήεις
αἴγλη
αἰγλοφανής
αἰγόκερως
αἰγόνυξ
αἰγοπόδης
αἰγοπρόσωπος
αἰγυπιός
Αἰγυπτιάζω
Αἰγυπτιακός
Αἰγύπτιος
Αἰγυπτιστί
Αἰγυπτογενής
Αἰγυπτόνδε
Αἴγυπτος
View word page
αἰγόνυξ
αἰγόνυξ αἴξ, ὄνυξ, αἰγῶνυξ, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰγόνυξ
Headword (normalized):
αἰγόνυξ
Headword (normalized/stripped):
αιγονυξ
IDX:
722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n722
Key:
ai)go/nuc

Data

{'content': 'αἰγόνυξ\n αἴξ, ὄνυξ, αἰγῶνυξ, Anth.', 'key': 'ai)go/nuc'}