Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω
δαίω
δακέθυμος
δακνάζω
δάκνω
δάκος
δάκρυμα
δακρυόεις
δάκρυον
δακρυπλώω
δάκρυ
δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτος
View word page
δακνάζω
δακνάζω mid., = δάκνομαι Dep. : metaph. to be afflicted, mournful, imperat. δακνάζου Aesch.
ShortDef
(mid.) to be afflicted, mournful
Debugging
Headword:
δακνάζω
Headword (normalized):
δακνάζω
Headword (normalized/stripped):
δακναζω
IDX:
7213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7217
Key:
dakna/zomai
Data
{'content': 'δακνάζω\n mid., = δάκνομαι\n Dep. : metaph. to be afflicted, mournful, imperat. δακνάζου Aesch.', 'key': 'dakna/zomai'}