Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δαίτη
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω
δαίω
δακέθυμος
δακνάζω
δάκνω
δάκος
δάκρυμα
δακρυόεις
δάκρυον
δακρυπλώω
δάκρυ
δακρυρροέω
δακρύρροος
View word page
δακέθυμος
δακέθυμος heart-eating, heart-vexing, Soph.
ShortDef
heart-eating, heart-vexing
Debugging
Headword:
δακέθυμος
Headword (normalized):
δακέθυμος
Headword (normalized/stripped):
δακεθυμος
IDX:
7212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7216
Key:
dake/qumos
Data
{'content': 'δακέθυμος\n heart-eating, heart-vexing, Soph.', 'key': 'dake/qumos'}