Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δαΐζω
δαϊκτήρ
δαιμονάω
δαιμονίζομαι
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιώδης
δαίμων
δαίνυμι
δάϊος
δαϊόφρων
δαί
δαΐς
δάϊς
δαίς
δαιταλεύς
δαίτηθεν
δαίτη
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
View word page
δαϊόφρων
δαϊόφρων δάϊος, φρήν unhappy in mind, miserable, Aesch.
ShortDef
unhappy in mind, miserable
Debugging
Headword:
δαϊόφρων
Headword (normalized):
δαϊόφρων
Headword (normalized/stripped):
δαιοφρων
IDX:
7195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7199
Key:
daio/frwn
Data
{'content': 'δαϊόφρων\n δάϊος, φρήν\n unhappy in mind, miserable, Aesch.', 'key': 'daio/frwn'}