Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δᾳδοῦχος
δᾳδοφορέω
δαήμων
δαήρ
δαιδάλεος
δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαίδαλος
δαιδαλόχειρ
δαΐζω
δαϊκτήρ
δαιμονάω
δαιμονίζομαι
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονιώδης
δαίμων
δαίνυμι
δάϊος
δαϊόφρων
δαί
View word page
δαϊκτήρ
δαϊκτήρ a slayer:— as adj. heart-rending, Aesch.

ShortDef

slayer, murderer

Debugging

Headword:
δαϊκτήρ
Headword (normalized):
δαϊκτήρ
Headword (normalized/stripped):
δαικτηρ
IDX:
7186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7190
Key:
daikth/r

Data

{'content': 'δαϊκτήρ\n a slayer:— as adj. heart-rending, Aesch.', 'key': 'daikth/r'}