Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γύψ
γωνία
γωνιασμός
γωνιώδης
γωρυτός
δαγύς
δᾳδίον
δᾳδίς
δᾳδουχέω
δᾳδοῦχος
δᾳδοφορέω
δαήμων
δαήρ
δαιδάλεος
δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαίδαλος
δαιδαλόχειρ
δαΐζω
δαϊκτήρ
δαιμονάω
View word page
δᾳδοφορέω
δᾳδοφορέω δᾶις, φέρω to carry torches, Luc.
ShortDef
to carry torches
Debugging
Headword:
δᾳδοφορέω
Headword (normalized):
δᾳδοφορέω
Headword (normalized/stripped):
δαδοφορεω
IDX:
7177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7181
Key:
da|dofore/w
Data
{'content': 'δᾳδοφορέω\n δᾶις, φέρω\n to carry torches, Luc.', 'key': 'da|dofore/w'}