Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γυπάριον
γύπη
γύπινος
γυρεύω
γυρητόμος
γυρῖνος
γυροδρόμος
γῦρος
γυρός
γύψος
γυψόω
γύψ
View word page
γύπη
γύπη γύψ a vultureʼs nest: a hole.
ShortDef
a vulture's nest: a hole
Debugging
Headword:
γύπη
Headword (normalized):
γύπη
Headword (normalized/stripped):
γυπη
IDX:
7157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7161
Key:
gu/ph
Data
{'content': 'γύπη\n γύψ\n a vultureʼs nest: a hole.', 'key': 'gu/ph'}