Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γυπάριον
γύπη
γύπινος
γυρεύω
γυρητόμος
γυρῖνος
γυροδρόμος
γῦρος
γυρός
γύψος
γυψόω
View word page
γυπάριον
γυπάριον Dim. of γύπη a nest, cranny, Ar.
ShortDef
a nest, cranny
Debugging
Headword:
γυπάριον
Headword (normalized):
γυπάριον
Headword (normalized/stripped):
γυπαριον
IDX:
7156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7160
Key:
gupa/rion
Data
{'content': 'γυπάριον\n Dim. of γύπη\n a nest, cranny, Ar.', 'key': 'gupa/rion'}