Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γυπάριον
γύπη
γύπινος
γυρεύω
γυρητόμος
γυρῖνος
γυροδρόμος
γῦρος
γυρός
γύψος
View word page
γύννις
γύννις γυνή a womanish man, Theocr.

ShortDef

a womanish man

Debugging

Headword:
γύννις
Headword (normalized):
γύννις
Headword (normalized/stripped):
γυννις
IDX:
7155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7159
Key:
gu/nnis

Data

{'content': 'γύννις\n γυνή\n a womanish man, Theocr.', 'key': 'gu/nnis'}