Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γυπάριον
γύπη
γύπινος
γυρεύω
γυρητόμος
View word page
γυναικοφίλης
γυναικοφίλης φιλέω woman-loving, Theocr.
ShortDef
woman-loving
Debugging
Headword:
γυναικοφίλης
Headword (normalized):
γυναικοφίλης
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφιλης
IDX:
7150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7154
Key:
gunaikofi/lhs
Data
{'content': 'γυναικοφίλης\n φιλέω\n woman-loving, Theocr.', 'key': 'gunaikofi/lhs'}