Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γυπάριον
γύπη
γύπινος
View word page
γυναικοπληθής
γυναικοπληθής πλήθω full of women, Aesch., Eur.

ShortDef

full of women

Debugging

Headword:
γυναικοπληθής
Headword (normalized):
γυναικοπληθής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπληθης
IDX:
7148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7152
Key:
gunaikoplhqh/s

Data

{'content': 'γυναικοπληθής\n πλήθω\n full of women, Aesch., Eur.', 'key': 'gunaikoplhqh/s'}