Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γυπάριον
View word page
γυναικονομία
γυναικονομία from γυναικονόμος the office of γυναικονόμος, Arist.
ShortDef
office of γυναικονόμος
Debugging
Headword:
γυναικονομία
Headword (normalized):
γυναικονομία
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομια
IDX:
7146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7150
Key:
gunaikonomi/a
Data
{'content': 'γυναικονομία\n from γυναικονόμος\n the office of γυναικονόμος, Arist.', 'key': 'gunaikonomi/a'}