Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
View word page
γυναικόμορφος
γυναικόμορφος μορφή in womanʼs shape, Eur.
ShortDef
in woman's shape
Debugging
Headword:
γυναικόμορφος
Headword (normalized):
γυναικόμορφος
Headword (normalized/stripped):
γυναικομορφος
IDX:
7145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7149
Key:
gunaiko/morfos
Data
{'content': 'γυναικόμορφος\n μορφή\n in womanʼs shape, Eur.', 'key': 'gunaiko/morfos'}