Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γυμνός
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
View word page
γυναικοκρατία
γυναικοκρατία κρατέω the dominion of women, Arist., Plut.

ShortDef

the dominion of women

Debugging

Headword:
γυναικοκρατία
Headword (normalized):
γυναικοκρατία
Headword (normalized/stripped):
γυναικοκρατια
IDX:
7143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7147
Key:
gunaikokrati/a

Data

{'content': 'γυναικοκρατία\n κρατέω\n the dominion of women, Arist., Plut.', 'key': 'gunaikokrati/a'}