Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυμνοπαιδίαι
γυμνοσοφισταί
γυμνός
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλης
γυναικωνῖτις
View word page
γυναικογήρυτος
γυναικογήρυτος γηρύω proclaimed by a woman, Aesch.
ShortDef
proclaimed by a woman
Debugging
Headword:
γυναικογήρυτος
Headword (normalized):
γυναικογήρυτος
Headword (normalized/stripped):
γυναικογηρυτος
IDX:
7141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7145
Key:
gunaikogh/rutos
Data
{'content': 'γυναικογήρυτος\n γηρύω\n proclaimed by a woman, Aesch.', 'key': 'gunaikogh/rutos'}