Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοπαιδίαι
γυμνοσοφισταί
γυμνός
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
View word page
γυναικίας
γυναικίας = γύννις, a weakling, Luc.
ShortDef
a weakling
Debugging
Headword:
γυναικίας
Headword (normalized):
γυναικίας
Headword (normalized/stripped):
γυναικιας
IDX:
7139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7143
Key:
gunaiki/as
Data
{'content': 'γυναικίας\n = γύννις,\n a weakling, Luc.', 'key': 'gunaiki/as'}