Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυμνητεία
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοπαιδίαι
γυμνοσοφισταί
γυμνός
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοκρασία
γυναικοκρατία
γυναικόμιμος
γυναικόμορφος
γυναικονομία
γυναικονόμος
View word page
γυμνωτέος
γυμνωτέος verb. adj. of γυμνόω to be stript of, τινός Plat.
ShortDef
to be stript of
Debugging
Headword:
γυμνωτέος
Headword (normalized):
γυμνωτέος
Headword (normalized/stripped):
γυμνωτεος
IDX:
7137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7141
Key:
gumnwte/os
Data
{'content': 'γυμνωτέος\n verb. adj. of γυμνόω\n to be stript of, τινός Plat.', 'key': 'gumnwte/os'}