Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γυμνάς
γυμναστέος
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητεία
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοπαιδίαι
γυμνοσοφισταί
γυμνός
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
γυναικίας
γυναικόβουλος
View word page
γυμνιτεύω
γυμνιτεύω = γυμνητεύω to be naked, NTest.

ShortDef

to be naked (γυμνητεύω)

Debugging

Headword:
γυμνιτεύω
Headword (normalized):
γυμνιτεύω
Headword (normalized/stripped):
γυμνιτευω
IDX:
7130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7134
Key:
gumniteu/w

Data

{'content': 'γυμνιτεύω\n = γυμνητεύω\n to be naked, NTest.', 'key': 'gumniteu/w'}