Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γυμνασιαρχικός
γυμνάσιον
γυμνάς
γυμναστέος
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητεία
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοπαιδίαι
γυμνοσοφισταί
γυμνός
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικεῖος
View word page
γυμνητικός
γυμνητικός γυμνής of or for a light-armed soldier (γυμνής), Xen.

ShortDef

of or for a light-armed soldier (γυμνής)

Debugging

Headword:
γυμνητικός
Headword (normalized):
γυμνητικός
Headword (normalized/stripped):
γυμνητικος
IDX:
7128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7132
Key:
gumnhtiko/s

Data

{'content': 'γυμνητικός\n γυμνής\n of or for a light-armed soldier (γυμνής), Xen.', 'key': 'gumnhtiko/s'}