Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνάσιον
γυμνάς
γυμναστέος
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητεία
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοπαιδίαι
γυμνοσοφισταί
γυμνός
γυμνότης
γυμνόω
γύμνωσις
View word page
γυμνήτης
γυμνήτης = γυμνής, Xen. as adj. naked, Luc.
ShortDef
naked
Debugging
Headword:
γυμνήτης
Headword (normalized):
γυμνήτης
Headword (normalized/stripped):
γυμνητης
IDX:
7126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7130
Key:
gumnh/ths
Data
{'content': 'γυμνήτης\n = γυμνής, Xen.\n as adj. naked, Luc.', 'key': 'gumnh/ths'}