Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυμνάζω
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνάσιον
γυμνάς
γυμναστέος
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητεία
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
γυμνοπαιδίαι
γυμνοσοφισταί
γυμνός
View word page
γυμναστικός
γυμναστικός γυμνάζω fond of athletic exercises, skilled in them, Plat.: ἡ -κή (with or without τέχνη), gymnastics, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.
ShortDef
fond of athletic exercises, skilled in them
Debugging
Headword:
γυμναστικός
Headword (normalized):
γυμναστικός
Headword (normalized/stripped):
γυμναστικος
IDX:
7123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7127
Key:
gumnastiko/s
Data
{'content': 'γυμναστικός\n γυμνάζω\n fond of athletic exercises, skilled in them, Plat.: ἡ -κή (with or without τέχνη), gymnastics, Plat.:—adv. -κῶς, Ar.', 'key': 'gumnastiko/s'}