Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνάσιον
γυμνάς
γυμναστέος
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητεία
γυμνητικός
γυμνικός
γυμνιτεύω
View word page
γυμνάς
γυμνάς fem. of γυμνός, naked, Eur. trained, Eur.
ShortDef
fem. of γυμνός
Debugging
Headword:
γυμνάς
Headword (normalized):
γυμνάς
Headword (normalized/stripped):
γυμνας
IDX:
7120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7124
Key:
gumna/s
Data
{'content': 'γυμνάς\n fem. of γυμνός, naked, Eur.\n trained, Eur.', 'key': 'gumna/s'}