Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνάσιον
γυμνάς
γυμναστέος
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητεία
γυμνητικός
γυμνικός
View word page
γυμνάσιον
γυμνάσιον γυμνάζω in pl. bodily exercises, Hdt., etc. in sg. the public place where athletic exercises were practised, the gymnastic school, Eur., etc.; ἐκ θἠμετέρου γυμνασίου from our school, Ar.: pl., γ. ἱππόκροτα the hippodrome, Eur.

ShortDef

(gymnastic) school; (pl.) exercises

Debugging

Headword:
γυμνάσιον
Headword (normalized):
γυμνάσιον
Headword (normalized/stripped):
γυμνασιον
IDX:
7119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7123
Key:
gumna/sion

Data

{'content': 'γυμνάσιον\n γυμνάζω\n in pl. bodily exercises, Hdt., etc.\n in sg. the public place where athletic exercises were practised, the gymnastic school, Eur., etc.; ἐκ θἠμετέρου γυμνασίου from our school, Ar.: pl., γ. ἱππόκροτα the hippodrome, Eur.', 'key': 'gumna/sion'}