Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γυιός
γυιοτακής
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνάσιον
γυμνάς
γυμναστέος
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνής
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητεία
View word page
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχία the office of a gymnasiarch, Xen.

ShortDef

the office of a gymnasiarch

Debugging

Headword:
γυμνασιαρχία
Headword (normalized):
γυμνασιαρχία
Headword (normalized/stripped):
γυμνασιαρχια
IDX:
7117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7121
Key:
gumnasiarxi/a

Data

{'content': 'γυμνασιαρχία\n the office of a gymnasiarch, Xen.', 'key': 'gumnasiarxi/a'}