Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γύης2
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
γυμνάσιον
γυμνάς
γυμναστέος
View word page
γυλιαύχην
γυλιαύχην from γύλιος, αὐχήν long-necked, scraggy-necked, Ar.

ShortDef

long-necked, scraggy-necked

Debugging

Headword:
γυλιαύχην
Headword (normalized):
γυλιαύχην
Headword (normalized/stripped):
γυλιαυχην
IDX:
7111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7115
Key:
guliau/xhn

Data

{'content': 'γυλιαύχην\n from γύλιος, αὐχήν\n long-necked, scraggy-necked, Ar.', 'key': 'guliau/xhn'}