Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γύαια
γύαλον
γύης
γύης2
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνασία
γυμνασιαρχέω
γυμνασιάρχης
γυμνασιαρχία
γυμνασιαρχικός
View word page
γυιοτακής
γυιοτακής τήκω wasting the limbs, Anth. pass. with pining limbs, Anth.

ShortDef

wasting the limbs

Debugging

Headword:
γυιοτακής
Headword (normalized):
γυιοτακής
Headword (normalized/stripped):
γυιοτακης
IDX:
7108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7112
Key:
guiotakh/s

Data

{'content': 'γυιοτακής\n τήκω\n wasting the limbs, Anth.\n pass. with pining limbs, Anth.', 'key': 'guiotakh/s'}