Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γρυπότης
γρῦ
γρύψ
γρώνη
γύαια
γύαλον
γύης
γύης2
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
γυμνασία
View word page
γυῖον
γυῖον a limb, Hom., in pl., γυῖα λέλυντο, τρόμος or κάματος λάβε γυῖα, so Trag.; γυῖα ποδῶν the feet, Il.; γυῖα the hands, Theocr.; and γυῖον in sg. the hand, Theocr.

ShortDef

a limb

Debugging

Headword:
γυῖον
Headword (normalized):
γυῖον
Headword (normalized/stripped):
γυιον
IDX:
7104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7108
Key:
gui=on

Data

{'content': 'γυῖον\n a limb, Hom., in pl., γυῖα λέλυντο, τρόμος or κάματος λάβε γυῖα, so Trag.; γυῖα ποδῶν the feet, Il.; γυῖα the hands, Theocr.; and γυῖον in sg. the hand, Theocr.', 'key': 'gui=on'}