Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γρυπός
γρυπότης
γρῦ
γρύψ
γρώνη
γύαια
γύαλον
γύης
γύης2
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδη
γυιός
γυιοτακής
γυιόχαλκος
γυιόω
γυλιαύχην
γυλιός
γυμνάζω
View word page
γυιοβόρος
γυιοβόρος γυῖον, βιβρώσκω gnawing the limbs, Hes.

ShortDef

gnawing the limbs, eating

Debugging

Headword:
γυιοβόρος
Headword (normalized):
γυιοβόρος
Headword (normalized/stripped):
γυιοβορος
IDX:
7103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7107
Key:
guiobo/ros

Data

{'content': 'γυιοβόρος\n γυῖον, βιβρώσκω\n gnawing the limbs, Hes.', 'key': 'guiobo/ros'}