Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γρίπων
γρῖφος
γρύζω
γρυλίζω
γρῦλος
γρυπάετος
γρυπός
γρυπότης
γρῦ
γρύψ
γρώνη
γύαια
γύαλον
γύης
γύης2
γυιοβαρής
γυιοβόρος
γυῖον
γυιοπαγής
γυιοπέδη
γυιός
View word page
γρώνη
γρώνη deriv. uncertain a cavern, a hollow vessel, kneading-trough, Anth.

ShortDef

a cavern, a hollow vessel, kneading-trough (LSJ γρῶνος)

Debugging

Headword:
γρώνη
Headword (normalized):
γρώνη
Headword (normalized/stripped):
γρωνη
IDX:
7097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7101
Key:
grw/nh

Data

{'content': 'γρώνη\n deriv. uncertain\n a cavern, a hollow vessel, kneading-trough, Anth.', 'key': 'grw/nh'}