Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γραφεύς
γραφή
γραφικός
γραφίς
γράφω
γραώδης
γρηγορέω
γριπηίς
γρίπων
γρῖφος
γρύζω
γρυλίζω
γρῦλος
γρυπάετος
γρυπός
γρυπότης
γρῦ
γρύψ
γρώνη
γύαια
γύαλον
View word page
γρύζω
γρύζω to say γρῦ, to grunt, grumble, mutter, Ar.
ShortDef
grumble, mutter
Debugging
Headword:
γρύζω
Headword (normalized):
γρύζω
Headword (normalized/stripped):
γρυζω
IDX:
7089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7093
Key:
gru/zw
Data
{'content': 'γρύζω\n to say γρῦ, to grunt, grumble, mutter, Ar.', 'key': 'gru/zw'}