Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γραμματολικριφίς
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
γραοσόβης
γραπτέος
γραπτήρ
γραπτός
γραπτύς
γραῦς
γραφεύς
γραφή
γραφικός
γραφίς
γράφω
γραώδης
γρηγορέω
γριπηίς
γρίπων
γρῖφος
View word page
γραῦς
γραῦς from same Root as γέρων an old woman, Hom., Aesch.; γρ. παλαιή Od.; γραῦς γυνή Eur. scum, as of boiled milk, Ar.
ShortDef
an old woman
Debugging
Headword:
γραῦς
Headword (normalized):
γραῦς
Headword (normalized/stripped):
γραυς
IDX:
7078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7082
Key:
grau=s
Data
{'content': 'γραῦς\n from same Root as γέρων\n an old woman, Hom., Aesch.; γρ. παλαιή Od.; γραῦς γυνή Eur.\n scum, as of boiled milk, Ar.', 'key': 'grau=s'}