Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
γραμμάτιον
γραμματιστής
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
γραοσόβης
γραπτέος
γραπτήρ
γραπτός
γραπτύς
γραῦς
γραφεύς
γραφή
γραφικός
γραφίς
γράφω
γραώδης
View word page
γραπτέος
γραπτέος verb. adj. of γράφω one must describe, Xen. γραπτέος, η, ον, to be described, Luc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γραπτέος
Headword (normalized):
γραπτέος
Headword (normalized/stripped):
γραπτεος
IDX:
7074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7078
Key:
grapte/os
Data
{'content': 'γραπτέος\n verb. adj. of γράφω\n one must describe, Xen.\n γραπτέος, η, ον, to be described, Luc.', 'key': 'grapte/os'}