Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματικεύομαι
γραμματικός
γραμμάτιον
γραμματιστής
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
γραοσόβης
γραπτέος
γραπτήρ
γραπτός
γραπτύς
γραῦς
γραφεύς
View word page
γραμματοφορέω
γραμματοφορέω from γραμματοφόρος to carry or deliver letters, Strab.

ShortDef

to carry

Debugging

Headword:
γραμματοφορέω
Headword (normalized):
γραμματοφορέω
Headword (normalized/stripped):
γραμματοφορεω
IDX:
7069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7073
Key:
grammatofore/w

Data

{'content': 'γραμματοφορέω\n from γραμματοφόρος\n to carry or deliver letters, Strab.', 'key': 'grammatofore/w'}