Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γραιόομαι
γραῖος
γράμμα
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματικεύομαι
γραμματικός
γραμμάτιον
γραμματιστής
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
γραοσόβης
View word page
γραμματικός
γραμματικός γράμματα knowing oneʼs letters, well grounded in the rudiments, a grammarian, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Plat.:— ἡ -κή (with or without τέχνη) grammar, Plat.

ShortDef

knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian

Debugging

Headword:
γραμματικός
Headword (normalized):
γραμματικός
Headword (normalized/stripped):
γραμματικος
IDX:
7063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7067
Key:
grammatiko/s

Data

{'content': 'γραμματικός\n γράμματα\n knowing oneʼs letters, well grounded in the rudiments, a grammarian, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Plat.:— ἡ -κή (with or without τέχνη) grammar, Plat.', 'key': 'grammatiko/s'}