Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γραΐδιον
γραιόομαι
γραῖος
γράμμα
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματικεύομαι
γραμματικός
γραμμάτιον
γραμματιστής
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμμή
View word page
γραμματικεύομαι
γραμματικεύομαι Dep. to be a grammarian, Anth.

ShortDef

to be a grammarian

Debugging

Headword:
γραμματικεύομαι
Headword (normalized):
γραμματικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
γραμματικευομαι
IDX:
7062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7066
Key:
grammatikeu/omai

Data

{'content': 'γραμματικεύομαι\n Dep. to be a grammarian, Anth.', 'key': 'grammatikeu/omai'}