Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γοῦν
γραῖα
γραΐδιον
γραιόομαι
γραῖος
γράμμα
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματικεύομαι
γραμματικός
γραμμάτιον
γραμματιστής
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
View word page
γραμματεύω
γραμματεύω from γραμματεύς to be secretary, Thuc., etc.; c. gen., γρ. τοῦ συνεδρίου Epigr.

ShortDef

to be secretary

Debugging

Headword:
γραμματεύω
Headword (normalized):
γραμματεύω
Headword (normalized/stripped):
γραμματευω
IDX:
7060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7064
Key:
grammateu/w

Data

{'content': 'γραμματεύω\n from γραμματεύς\n to be secretary, Thuc., etc.; c. gen., γρ. τοῦ συνεδρίου Epigr.', 'key': 'grammateu/w'}