γραμματεύω
γραμματεύω
from γραμματεύς
to be secretary, Thuc., etc.; c. gen., γρ. τοῦ συνεδρίου Epigr.
{
"content": "γραμματεύω\n from γραμματεύς\n to be secretary, Thuc., etc.; c. gen., γρ. τοῦ συνεδρίου Epigr.",
"key": "grammateu/w"
}