Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
Γοργοφόνος
γοργωπός
Γοργώ
γουνάζομαι
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γοῦν
γραῖα
γραΐδιον
γραιόομαι
γραῖος
γράμμα
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματεῖον
γραμματεύς
View word page
γουνός
γουνός a doubtful word, prob. = βουνός. a hill, γ. Ἀθηνάων the hill or citadel of Athens, Od.; ὁ γ. ὁ Σουνιακός the hill of Sunium, Hdt.; ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς up the slope of the threshing floor, Od.

ShortDef

a hill

Debugging

Headword:
γουνός
Headword (normalized):
γουνός
Headword (normalized/stripped):
γουνος
IDX:
7049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7053
Key:
gouno/s

Data

{'content': 'γουνός\n a doubtful word, prob. = βουνός.\n a hill, γ. Ἀθηνάων the hill or citadel of Athens, Od.; ὁ γ. ὁ Σουνιακός the hill of Sunium, Hdt.; ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς up the slope of the threshing floor, Od.', 'key': 'gouno/s'}