Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἴγεος
αἰγιαλίτης
αἰγιαλός
αἰγίβοσις
αἰγιβότης
αἰγίβοτος
αἰγίθαλλος
αἰγίκνημος
αἰγικορεῖς
αἰγίλιψ
αἴγιλος
Αἰγιναίη
Αἰγιναῖος
Αἴγινα
Αἰγινήτης
αἰγινομεύς
αἰγίνομος
αἰγινόμος
αἰγίοχος
αἰγιπόδης
αἰγίπους
View word page
αἴγιλος
αἴγιλος αἴξ a herb of which goats are fond, Theocr.
ShortDef
a herb of which goats are fond
Debugging
Headword:
αἴγιλος
Headword (normalized):
αἴγιλος
Headword (normalized/stripped):
αιγιλος
IDX:
705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n705
Key:
ai)/gilos
Data
{'content': 'αἴγιλος\n αἴξ\n a herb of which goats are fond, Theocr.', 'key': 'ai)/gilos'}