Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γόος
Γόργειος
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
Γοργοφόνος
γοργωπός
Γοργώ
γουνάζομαι
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γοῦν
γραῖα
γραΐδιον
γραιόομαι
γραῖος
γράμμα
View word page
γουνάζομαι
γουνάζομαι γόνυ to clasp anotherʼs knees (v. γόνυ I. 2), and so to implore, entreat, supplicate, Il.; c. inf. to implore one to do a thing, Il.; ὑπέρ τινος in behalf of another, Il.; πρός τινος by another, Od.

ShortDef

to clasp by the knees: implore

Debugging

Headword:
γουνάζομαι
Headword (normalized):
γουνάζομαι
Headword (normalized/stripped):
γουναζομαι
IDX:
7045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7049
Key:
gouna/zomai

Data

{'content': 'γουνάζομαι\n γόνυ\n to clasp anotherʼs knees (v. γόνυ I. 2), and so to implore, entreat, supplicate, Il.; c. inf. to implore one to do a thing, Il.; ὑπέρ τινος in behalf of another, Il.; πρός τινος by another, Od.', 'key': 'gouna/zomai'}