Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γονυπετής
γόνυ
γόος
Γόργειος
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
Γοργοφόνος
γοργωπός
Γοργώ
γουνάζομαι
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γοῦν
γραῖα
γραΐδιον
γραιόομαι
View word page
γοργωπός
γοργωπός ὤψ fierce-eyed, Aesch., Eur.; γοργῶπις of Athena, Soph.

ShortDef

fierce-eyed

Debugging

Headword:
γοργωπός
Headword (normalized):
γοργωπός
Headword (normalized/stripped):
γοργωπος
IDX:
7043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7047
Key:
gorgwpo/s

Data

{'content': 'γοργωπός\n ὤψ\n fierce-eyed, Aesch., Eur.; γοργῶπις of Athena, Soph.', 'key': 'gorgwpo/s'}