Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γονυπετέω
γονυπετής
γόνυ
γόος
Γόργειος
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
Γοργοφόνος
γοργωπός
Γοργώ
γουνάζομαι
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γοῦν
γραῖα
γραΐδιον
View word page
Γοργοφόνος
Γοργοφόνος *φένω Gorgon-killing: fem. Γοργοφόνη, as a name of Athena, Eur.

ShortDef

Gorgon-killing

Debugging

Headword:
Γοργοφόνος
Headword (normalized):
γοργοφόνος
Headword (normalized/stripped):
γοργοφονος
IDX:
7042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7046
Key:
*gorgofo/nos

Data

{'content': 'Γοργοφόνος\n *φένω\n Gorgon-killing: fem. Γοργοφόνη, as a name of Athena, Eur.', 'key': '*gorgofo/nos'}