Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

γόνος
γονυπετέω
γονυπετής
γόνυ
γόος
Γόργειος
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
Γοργοφόνος
γοργωπός
Γοργώ
γουνάζομαι
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γοῦν
γραῖα
View word page
γοργός
γοργός grim, fierce, terrible, Aesch., Eur.; γοργὸς ἰδεῖν terrible to behold, Xen.; of horses, hot, spirited, Xen.

ShortDef

grim, fierce, terrible

Debugging

Headword:
γοργός
Headword (normalized):
γοργός
Headword (normalized/stripped):
γοργος
IDX:
7041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7045
Key:
gorgo/s

Data

{'content': 'γοργός\n grim, fierce, terrible, Aesch., Eur.; γοργὸς ἰδεῖν terrible to behold, Xen.; of horses, hot, spirited, Xen.', 'key': 'gorgo/s'}